Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Αλλάζοντας πίστες στο παιχνίδι της ζωής μου















Δεν πιστεύω ούτε σε θεούς ούτε σε δαίμονες, αλλά πιστεύω σε μια ανώτερη δύναμη που κατά τη γνώμη μου δεν είναι άλλη από τη δύναμη της σκέψης.
Παρόλα αυτά σε πολύ, μα πάρα πολύ δύσκολες στιγμές μου, έχω σηκώσει τα μάτια ψηλά και έχω επικαλεστεί αυτή την ανώτερη δύναμη παρακαλώντας τη να με βοηθήσει. Συγκεκριμένα λέω: «Πού είσαι ρε παπάρα; Δεν με βλέπεις καθόλου;»
Αυτή λοιπόν την ανώτερη δύναμη ας την ονομάσουμε «Μάγκα Τζιμπάμπουε».
Ο Μάγκας Τζιμπάμπουε λοιπόν, με έχει βάλει να παίζω με ένα παιχνίδι, το παιχνίδι της ζωής μου. Και κάθε τόσο όταν συμπληρώνω τους στόχους μου, με αλλάζει πίστα. Και πάμε σε πιο δύσκολα.

Κάποτε λοιπόν, η παρακάτω ιστορία που θα σας διηγηθώ θα μου φαινόταν βουνό, ή σκέτος μπελάς. Σήμερα, καθώς την θυμάμαι, απλά χαμογελάω.

Πριν από 3 χρόνια, βρέθηκα στη Λάρισα, όχι από επιλογή, αλλά επειδή δεν είχα άλλη επιλογή. Αλλιώς δεν θα διάλεγα αυτή την πόλη. Και να με συγχωρέσουν όλοι οι φίλοι μου που κατάγονται από εκεί ή διαμένουν σε αυτή την πόλη, αλλά αν υπάρχει ένας καταραμένος τόπος στην Ελλάδα, αυτός είναι κάπου εκεί τριγύρω. Οι αχανείς εκτάσεις χωρίς κανένα ύψωμα.. Το λιοπύρι που σου τηγανίζει το κεφάλι και μαζί δύο αυγά μάτια επάνω του.. Είναι ο μόνος τόπος στον οποίο ψάχνεις για μια σκιά, και όχι φυσικά για μια θέση στον ήλιο.
Το δυστύχημα είναι ότι για λίγο καιρό δεν έμεινα ούτε στην Λάρισα, αλλά έμεινα σε ένα χωριό κάπου ανάμεσα στη Λάρισα και στα Τρίκαλα. Ήταν Γενάρης μήνας, και το κρύο, κάτι παραπάνω από τσουχτερό. Έβγαινες το πρωί και δεν έβλεπες ούτε έναν άνθρωπο, ούτε το παραμικρό ίχνος ότι σε αυτό το μέρος κατοικούν άνθρωποι. Η νύχτα έπεφτε νωρίς, και μαζί της έφερνε τα άγρια νυχτοπούλια που έρχονταν στην αυλή του σπιτιού που έμενα και έτσι κάπως «έσπαγε» αυτή η σιωπηλή μοναξιά.
Έτσι όταν έκλαιγα τα βράδια μόνη μου και απομονωμένη σε εκείνο το αφιλόξενο μέρος, τα νυχτοπούλια ήταν μια παρηγοριά.
Αποφάσισα να κάνω κοινωνικές σχέσεις εκεί, μια και ήμουν αναγκασμένη να μείνω για ένα διάστημα σε αυτόν τον τόπο. Οι μόνοι διαθέσιμοι άνθρωποι γι αυτό, ήταν οι μπακάληδες. Ήταν οι μόνοι άνθρωποι που φαινόντουσαν όταν έβγαινα έξω να περπατήσω. Κανένας άλλος άνθρωπος δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους. Λες και το χωριό ήταν φάντασμα. Το μπακάλικο δεν ήταν κάτι παραδοσιακό και αυθεντικό. Ήταν μια εκσυγχρονισμένη «επιχείρηση» κλασική για την περιοχή του κάμπου. Πήγαινα εκεί και ψώνιζα, Τι ψώνιζα δηλαδή... Κανένα σακουλάκι με φουντούκια, γιατί αυτό σήκωνε ο προϋπολογισμός της τσέπης μου τότε. Έτρωγα κανέναν ξηρό καρπό και κάπως έπαιρνα δυνάμεις, μέσα στο κρύο και στη φτώχεια που πέρναγα.
Είχα κι εκείνο τον πόνο ανάμεσα στο στήθος και το στομάχι.. Πού να φανταστώ ότι ήταν τα προεόρτια της αρρώστιας μου.. Έλεγα ότι είναι στρες. Τις νύχτες με έπιανε δυνατός πόνος και δεν ήξερα τι να κάνω. Έπαιρνα τηλέφωνο το κοριτσάκι μου που σπούδαζε στην Ξάνθη και της έλεγα να μου κρατήσει συντροφιά μέχρι να περάσει ο πόνος.
Σαν ελληνική ταινία ε; Ξέρω. Σας θυμίζει λίγο Βασιλάκη Καΐλα η ιστορία μου αλλά είναι αληθινή. Πραγματική ιστορία που θα μπορούσε κι ο Ξανθόπουλος να την έχει παίξει στο σινεμά..

Η κυρία που είχε το μεγαλομπακάλικο του χωριού λοιπόν, ήθελε να με βοηθήσει να ενταχτώ.. Μου έπιανε κουβέντα, με ρώταγε για μένα. Ήξερε τι έκανε. Γνώρισα και τον άντρα της. Σιγά σιγά ξεθάρεψα κι εγώ. Της μιλούσα όποτε πήγαινα εκεί, κάτι ήταν κι αυτό, καλύτερο απ’ την ολική μουγγαμάρα που έδερνε τότε τη ζωή μου. Αποξενωμένη, μακριά από οικογένεια, φίλους, παιδί, μάνα. Λαχταρούσα την φασαρία της Αθήνας. Την τρέλα αυτής της πόλης. Ναι λατρεύω την πόλη μου, κι ας την κατηγορούν όλοι. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει ωραιότερη πόλη για να ζήσεις από την Αθήνα. Πείτε ό,τι θέλετε. Κράξτε. Ποσώς με ενδιαφέρει. Όταν επαναπατρίστηκα, μόνο το χώμα της δεν φίλησα. Απόλαυσα τα μετρό, τα τρένα, τα λεωφορεία, το στριμωξίδι, τα υψώματα, το Λυκαβητό, το ότι αυτή η πόλη ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΠΟΤΕ! Μια πόλη συντροφιά για κάθε μοναχικό, για κάθε ταλαιπωρημένο άνθρωπο, μια πόλη στην οποία ποτέ δεν νιώθεις ξένος.
Πώς θα εκτιμήσεις κάτι αν δεν το χάσεις; Έτσι λένε.

Μετά από πολλές συζητήσεις, για την κρίση, για την ανεργία, για την οικονομική εξαθλίωση, η μπακάλισα προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει να βρω δουλειά. 
Τι δουλειά;
Ένας φίλος τους είχε «μαγαζί» στη Λάρισα. Του μίλησαν για μένα και με περίμενε με χαρά.
Ήμουν αφελής; Ήμουν απελπισμένη; Ούτε που ρώτησα τι δουλειά ήταν αυτή, τι μαγαζί είχε ο τύπος. Πέταξα από τη χαρά μου με την προοπτική να φύγω από εκείνο το μέρος  όπου μόνο οι κουρούνες, οι καρακάξες και οι κουκουβάγιες με έκαναν παρέα. Ήθελα να φύγω από το βλέμμα των λιγοστών κατοίκων του χωριού, που όποτε, στη χάση και στη φέξη, με συναντούσαν στο δρόμο ή στην αυλή του σπιτιού που έμενα –εκείνοι συνήθως πάνω σε τρακτέρ- σταματούσαν και με ρώταγαν «Τίνος είσι ισύ;» Και δεν εννοούσαν φυσικά ποιος είναι ο μπαμπάς μου, αλλά ποιανού γυναίκα είμαι. Γιατί οι γυναίκες κάπου πρέπει να ανήκουν σύμφωνα με τη δική τους μενταλιτέ. Γυναίκα 40άρα, μόνη, χωρίς να είναι Κώσταινα, Γιώργαινα, Βασίλαινα, Σπύραινα, σημαίνει γυναίκα ελευθέρων ηθών κατά τη γνώμη τους.
Πιστεύω τους ανθρώπους.
Έτσι πίστεψα πως η μπακάλισα ήθελε να με βοηθήσει.
Πήγα λοιπόν να συναντήσω τον «μαγαζάτορα».
Μόλις έφτασα απ’ έξω, δίστασα να μπω, ήταν ένα παρακμιακό μαγαζί με κουρτινερί γύρω γύρω.. Θα μπορούσε να είναι χασάπικο με κουρτίνες. Σκέφτηκα έπειτα το «τίνος είσι ισύ», πήρα μια βαθειά ανάσα και μπούκαρα στο κατάστημα...
Δεν θα σταθώ στην διακόσμηση. Δεν είναι άξια λόγου.
Ο μαγαζάτορας όμως, ήταν «παιδί για σπίτι».. Το παιδί της νύχτας. Μούτρο κανονικό.
Ξεροκατάπια όταν μου είπε να καθίσω στην πλαστική καρέκλα για να συζητήσουμε. Ήθελε να μου κάνει «job description». Έτσι είχα συνηθήσει από τις μεγαλοεταιρίες του χρηματιστηρίου στις οποίες κατά καιρούς είχα εργαστεί..
Ο Γιώργος λοιπόν, άρχισε να μου λέει τι πρέπει να κάνω. Δεν χρειαζόταν να πει και πολλά βέβαια, κατάλαβα αμέσως περί τίνος επρόκειτο, όταν σε λίγα λεπτά άρχισαν να μπαίνουν οι «υπάλληλοι» του μαγαζιού, οι γυναίκες δηλαδή, το μαγαζί ήταν αυτό που λέμε κωλάδικο, με κονσομασιόν, για κυρίους που αισθάνονται μοναξιά.
Λίγο μετά την άφιξη των γυναικών και αφού είδα την εξαθλίωση της γυναικείας υπόστασης και το κενό στο βλέμμα τους, είπα στον μαγαζάτορα ότι έπρεπε να φύγω. Εκείνος επέμενε να με προσλάβει επί τόπου, ήμουν και νοστιμούλα και του καλογυάλισα. Βγήκα σχεδόν τρέχοντας από το κατάστημα, στη συνέχεια περπάτησα τρικλίζοντας μέχρι το πιο κοντινό πεζούλι, κάθισα, ξέσπασα σε λυγμούς.
Σκέφτηκα το Πολυτεχνείο όπου σπούδασα, την πορεία μου μέχρι τότε, τους αγώνες της ζωής μου, την κόρη μου. Σκέφτηκα πόσο εύκολο είναι να ξεπέσει ένας άνθρωπος όταν βρεθεί σε ανάγκη. Όταν πρέπει να βρει τρόπο να επιβιώσει.
Ήταν ένα γερό χαστούκι.
Αποφάσισα ότι δεν ήθελα να είμαι αυτή που θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει. Ήθελα να είμαι αυτή που θα παλέψει για κάτι καλύτερο. Είχα τη δύναμη, μόνο που δεν το ήξερα. Αποφάσισα να σηκωθώ. Οι μπακάληδες δεν ήθελαν να με βοηθήσουν, ήθελαν να με χαντακώσουν, να νιώσω ξεφτίλα, να κάνουν την «Αθηναία» να νιώσει αυτό που στα μάτια τους είναι. Κατώτερη, ξεπεσμένη. Δεν θα τους έκανα τη χάρη.

Ο Μάγκας Τζιμπάμπουε έβαλε τα γέλια.
«Γελάς ρε μαλάκα;», του είπα. «Βοήθησέ με να φύγω από αυτό το μέρος. Θέλω να γυρίσω στην Αθήνα».
«Θα σε βοηθήσω», μου είπε. «Είσαι έτοιμη να πληρώσεις ένα τίμημα;»
«Πληρώνω όσο όσο», του απάντησα.
Και γύρισα στην Αθήνα μετά από 10 μήνες, με καρκίνο του στομάχου.

Ωστόσο την μπακάλισα δεν την άφησα έτσι.
Την επόμενη μέρα πέρασα από το μαγαζί της μπροστά αλλά χωρίς να μπω μέσα, ήθελα απλά να περπατήσω και δεν ήθελα να μιλήσω σε άνθρωπο. Αλλά βγήκε ο άντρας της από το μαγαζί και με φώναξε να πλησιάσω.
Ήμουν έτοιμη να δώσω την απάντησή μου σε αυτό που μου έκαναν.
«Γιατί δεν πήγες στο Γιώργο για δουλειά;», είπε ο μπακάλης, με ύφος αυστηρό και επικριτικό. Σαν να ήταν νταβατζής ένα πράγμα.
Συγκρατήθηκα. Πήρα μια βαθειά ανάσα. Χαμογέλασα.
Απάντησα.
«Αυτή η δουλειά δεν είναι για μένα. Εκεί να στείλεις καλύτερα την κόρη σου, που τώρα τελειώνει τη Νομική, να κάνει και εξάσκηση για το μέλλον της».
Του γύρισα την πλάτη και έφυγα.
Εκείνος πρέπει να έμεινε για ώρα με το στόμα ανοιχτό χωρίς να μιλάει και με κοίταγε καθώς απομακρυνόμουν.
Έτσι είναι φίλοι μου, οι νταβατζήδες –είτε στο επάγγελμα είτε στο χαρακτήρα-, εύκολα σε διαπομπεύουν και σε ξεπουλάνε, αλλά όταν τους στρέψεις το όπλο στη μούρη τους, κατεβάζουν τα βρακιά και τρέμουν.

Γύρισα στην αγαπημένη μου Αθήνα ύστερα από μερικούς μήνες, δυναμωμένη επαγγελματικά, με μια βαλίτσα ρούχα και μερικούς όγκους στα σωθικά μου, χωρίς να έχω ιδέα τι με περίμενε.
Ήταν το τίμημα που πλήρωσα για να μπορέσω να επιστρέψω σε μια καλύτερη ζωή.

Άλλαξα πίστα στο παιχνίδι της ζωής μου και μου αρέσει.
Είμαι ευτυχισμένη παρόλο που δίνω σκληρή μάχη με τον καρκίνο.
Ο ευτυχισμένος άνθρωπος δεν φοβάται ποτέ το θάνατο.
Αντίθετα, ο δυστυχισμένος, πεθαίνει κάθε μέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.