Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Αλλάζοντας πίστες στο παιχνίδι της ζωής μου















Δεν πιστεύω ούτε σε θεούς ούτε σε δαίμονες, αλλά πιστεύω σε μια ανώτερη δύναμη που κατά τη γνώμη μου δεν είναι άλλη από τη δύναμη της σκέψης.
Παρόλα αυτά σε πολύ, μα πάρα πολύ δύσκολες στιγμές μου, έχω σηκώσει τα μάτια ψηλά και έχω επικαλεστεί αυτή την ανώτερη δύναμη παρακαλώντας τη να με βοηθήσει. Συγκεκριμένα λέω: «Πού είσαι ρε παπάρα; Δεν με βλέπεις καθόλου;»
Αυτή λοιπόν την ανώτερη δύναμη ας την ονομάσουμε «Μάγκα Τζιμπάμπουε».
Ο Μάγκας Τζιμπάμπουε λοιπόν, με έχει βάλει να παίζω με ένα παιχνίδι, το παιχνίδι της ζωής μου. Και κάθε τόσο όταν συμπληρώνω τους στόχους μου, με αλλάζει πίστα. Και πάμε σε πιο δύσκολα.

Κάποτε λοιπόν, η παρακάτω ιστορία που θα σας διηγηθώ θα μου φαινόταν βουνό, ή σκέτος μπελάς. Σήμερα, καθώς την θυμάμαι, απλά χαμογελάω.

Πριν από 3 χρόνια, βρέθηκα στη Λάρισα, όχι από επιλογή, αλλά επειδή δεν είχα άλλη επιλογή. Αλλιώς δεν θα διάλεγα αυτή την πόλη. Και να με συγχωρέσουν όλοι οι φίλοι μου που κατάγονται από εκεί ή διαμένουν σε αυτή την πόλη, αλλά αν υπάρχει ένας καταραμένος τόπος στην Ελλάδα, αυτός είναι κάπου εκεί τριγύρω. Οι αχανείς εκτάσεις χωρίς κανένα ύψωμα.. Το λιοπύρι που σου τηγανίζει το κεφάλι και μαζί δύο αυγά μάτια επάνω του.. Είναι ο μόνος τόπος στον οποίο ψάχνεις για μια σκιά, και όχι φυσικά για μια θέση στον ήλιο.
Το δυστύχημα είναι ότι για λίγο καιρό δεν έμεινα ούτε στην Λάρισα, αλλά έμεινα σε ένα χωριό κάπου ανάμεσα στη Λάρισα και στα Τρίκαλα. Ήταν Γενάρης μήνας, και το κρύο, κάτι παραπάνω από τσουχτερό. Έβγαινες το πρωί και δεν έβλεπες ούτε έναν άνθρωπο, ούτε το παραμικρό ίχνος ότι σε αυτό το μέρος κατοικούν άνθρωποι. Η νύχτα έπεφτε νωρίς, και μαζί της έφερνε τα άγρια νυχτοπούλια που έρχονταν στην αυλή του σπιτιού που έμενα και έτσι κάπως «έσπαγε» αυτή η σιωπηλή μοναξιά.
Έτσι όταν έκλαιγα τα βράδια μόνη μου και απομονωμένη σε εκείνο το αφιλόξενο μέρος, τα νυχτοπούλια ήταν μια παρηγοριά.
Αποφάσισα να κάνω κοινωνικές σχέσεις εκεί, μια και ήμουν αναγκασμένη να μείνω για ένα διάστημα σε αυτόν τον τόπο. Οι μόνοι διαθέσιμοι άνθρωποι γι αυτό, ήταν οι μπακάληδες. Ήταν οι μόνοι άνθρωποι που φαινόντουσαν όταν έβγαινα έξω να περπατήσω. Κανένας άλλος άνθρωπος δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους. Λες και το χωριό ήταν φάντασμα. Το μπακάλικο δεν ήταν κάτι παραδοσιακό και αυθεντικό. Ήταν μια εκσυγχρονισμένη «επιχείρηση» κλασική για την περιοχή του κάμπου. Πήγαινα εκεί και ψώνιζα, Τι ψώνιζα δηλαδή... Κανένα σακουλάκι με φουντούκια, γιατί αυτό σήκωνε ο προϋπολογισμός της τσέπης μου τότε. Έτρωγα κανέναν ξηρό καρπό και κάπως έπαιρνα δυνάμεις, μέσα στο κρύο και στη φτώχεια που πέρναγα.
Είχα κι εκείνο τον πόνο ανάμεσα στο στήθος και το στομάχι.. Πού να φανταστώ ότι ήταν τα προεόρτια της αρρώστιας μου.. Έλεγα ότι είναι στρες. Τις νύχτες με έπιανε δυνατός πόνος και δεν ήξερα τι να κάνω. Έπαιρνα τηλέφωνο το κοριτσάκι μου που σπούδαζε στην Ξάνθη και της έλεγα να μου κρατήσει συντροφιά μέχρι να περάσει ο πόνος.
Σαν ελληνική ταινία ε; Ξέρω. Σας θυμίζει λίγο Βασιλάκη Καΐλα η ιστορία μου αλλά είναι αληθινή. Πραγματική ιστορία που θα μπορούσε κι ο Ξανθόπουλος να την έχει παίξει στο σινεμά..

Η κυρία που είχε το μεγαλομπακάλικο του χωριού λοιπόν, ήθελε να με βοηθήσει να ενταχτώ.. Μου έπιανε κουβέντα, με ρώταγε για μένα. Ήξερε τι έκανε. Γνώρισα και τον άντρα της. Σιγά σιγά ξεθάρεψα κι εγώ. Της μιλούσα όποτε πήγαινα εκεί, κάτι ήταν κι αυτό, καλύτερο απ’ την ολική μουγγαμάρα που έδερνε τότε τη ζωή μου. Αποξενωμένη, μακριά από οικογένεια, φίλους, παιδί, μάνα. Λαχταρούσα την φασαρία της Αθήνας. Την τρέλα αυτής της πόλης. Ναι λατρεύω την πόλη μου, κι ας την κατηγορούν όλοι. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει ωραιότερη πόλη για να ζήσεις από την Αθήνα. Πείτε ό,τι θέλετε. Κράξτε. Ποσώς με ενδιαφέρει. Όταν επαναπατρίστηκα, μόνο το χώμα της δεν φίλησα. Απόλαυσα τα μετρό, τα τρένα, τα λεωφορεία, το στριμωξίδι, τα υψώματα, το Λυκαβητό, το ότι αυτή η πόλη ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΠΟΤΕ! Μια πόλη συντροφιά για κάθε μοναχικό, για κάθε ταλαιπωρημένο άνθρωπο, μια πόλη στην οποία ποτέ δεν νιώθεις ξένος.
Πώς θα εκτιμήσεις κάτι αν δεν το χάσεις; Έτσι λένε.

Μετά από πολλές συζητήσεις, για την κρίση, για την ανεργία, για την οικονομική εξαθλίωση, η μπακάλισα προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει να βρω δουλειά. 
Τι δουλειά;
Ένας φίλος τους είχε «μαγαζί» στη Λάρισα. Του μίλησαν για μένα και με περίμενε με χαρά.
Ήμουν αφελής; Ήμουν απελπισμένη; Ούτε που ρώτησα τι δουλειά ήταν αυτή, τι μαγαζί είχε ο τύπος. Πέταξα από τη χαρά μου με την προοπτική να φύγω από εκείνο το μέρος  όπου μόνο οι κουρούνες, οι καρακάξες και οι κουκουβάγιες με έκαναν παρέα. Ήθελα να φύγω από το βλέμμα των λιγοστών κατοίκων του χωριού, που όποτε, στη χάση και στη φέξη, με συναντούσαν στο δρόμο ή στην αυλή του σπιτιού που έμενα –εκείνοι συνήθως πάνω σε τρακτέρ- σταματούσαν και με ρώταγαν «Τίνος είσι ισύ;» Και δεν εννοούσαν φυσικά ποιος είναι ο μπαμπάς μου, αλλά ποιανού γυναίκα είμαι. Γιατί οι γυναίκες κάπου πρέπει να ανήκουν σύμφωνα με τη δική τους μενταλιτέ. Γυναίκα 40άρα, μόνη, χωρίς να είναι Κώσταινα, Γιώργαινα, Βασίλαινα, Σπύραινα, σημαίνει γυναίκα ελευθέρων ηθών κατά τη γνώμη τους.
Πιστεύω τους ανθρώπους.
Έτσι πίστεψα πως η μπακάλισα ήθελε να με βοηθήσει.
Πήγα λοιπόν να συναντήσω τον «μαγαζάτορα».
Μόλις έφτασα απ’ έξω, δίστασα να μπω, ήταν ένα παρακμιακό μαγαζί με κουρτινερί γύρω γύρω.. Θα μπορούσε να είναι χασάπικο με κουρτίνες. Σκέφτηκα έπειτα το «τίνος είσι ισύ», πήρα μια βαθειά ανάσα και μπούκαρα στο κατάστημα...
Δεν θα σταθώ στην διακόσμηση. Δεν είναι άξια λόγου.
Ο μαγαζάτορας όμως, ήταν «παιδί για σπίτι».. Το παιδί της νύχτας. Μούτρο κανονικό.
Ξεροκατάπια όταν μου είπε να καθίσω στην πλαστική καρέκλα για να συζητήσουμε. Ήθελε να μου κάνει «job description». Έτσι είχα συνηθήσει από τις μεγαλοεταιρίες του χρηματιστηρίου στις οποίες κατά καιρούς είχα εργαστεί..
Ο Γιώργος λοιπόν, άρχισε να μου λέει τι πρέπει να κάνω. Δεν χρειαζόταν να πει και πολλά βέβαια, κατάλαβα αμέσως περί τίνος επρόκειτο, όταν σε λίγα λεπτά άρχισαν να μπαίνουν οι «υπάλληλοι» του μαγαζιού, οι γυναίκες δηλαδή, το μαγαζί ήταν αυτό που λέμε κωλάδικο, με κονσομασιόν, για κυρίους που αισθάνονται μοναξιά.
Λίγο μετά την άφιξη των γυναικών και αφού είδα την εξαθλίωση της γυναικείας υπόστασης και το κενό στο βλέμμα τους, είπα στον μαγαζάτορα ότι έπρεπε να φύγω. Εκείνος επέμενε να με προσλάβει επί τόπου, ήμουν και νοστιμούλα και του καλογυάλισα. Βγήκα σχεδόν τρέχοντας από το κατάστημα, στη συνέχεια περπάτησα τρικλίζοντας μέχρι το πιο κοντινό πεζούλι, κάθισα, ξέσπασα σε λυγμούς.
Σκέφτηκα το Πολυτεχνείο όπου σπούδασα, την πορεία μου μέχρι τότε, τους αγώνες της ζωής μου, την κόρη μου. Σκέφτηκα πόσο εύκολο είναι να ξεπέσει ένας άνθρωπος όταν βρεθεί σε ανάγκη. Όταν πρέπει να βρει τρόπο να επιβιώσει.
Ήταν ένα γερό χαστούκι.
Αποφάσισα ότι δεν ήθελα να είμαι αυτή που θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει. Ήθελα να είμαι αυτή που θα παλέψει για κάτι καλύτερο. Είχα τη δύναμη, μόνο που δεν το ήξερα. Αποφάσισα να σηκωθώ. Οι μπακάληδες δεν ήθελαν να με βοηθήσουν, ήθελαν να με χαντακώσουν, να νιώσω ξεφτίλα, να κάνουν την «Αθηναία» να νιώσει αυτό που στα μάτια τους είναι. Κατώτερη, ξεπεσμένη. Δεν θα τους έκανα τη χάρη.

Ο Μάγκας Τζιμπάμπουε έβαλε τα γέλια.
«Γελάς ρε μαλάκα;», του είπα. «Βοήθησέ με να φύγω από αυτό το μέρος. Θέλω να γυρίσω στην Αθήνα».
«Θα σε βοηθήσω», μου είπε. «Είσαι έτοιμη να πληρώσεις ένα τίμημα;»
«Πληρώνω όσο όσο», του απάντησα.
Και γύρισα στην Αθήνα μετά από 10 μήνες, με καρκίνο του στομάχου.

Ωστόσο την μπακάλισα δεν την άφησα έτσι.
Την επόμενη μέρα πέρασα από το μαγαζί της μπροστά αλλά χωρίς να μπω μέσα, ήθελα απλά να περπατήσω και δεν ήθελα να μιλήσω σε άνθρωπο. Αλλά βγήκε ο άντρας της από το μαγαζί και με φώναξε να πλησιάσω.
Ήμουν έτοιμη να δώσω την απάντησή μου σε αυτό που μου έκαναν.
«Γιατί δεν πήγες στο Γιώργο για δουλειά;», είπε ο μπακάλης, με ύφος αυστηρό και επικριτικό. Σαν να ήταν νταβατζής ένα πράγμα.
Συγκρατήθηκα. Πήρα μια βαθειά ανάσα. Χαμογέλασα.
Απάντησα.
«Αυτή η δουλειά δεν είναι για μένα. Εκεί να στείλεις καλύτερα την κόρη σου, που τώρα τελειώνει τη Νομική, να κάνει και εξάσκηση για το μέλλον της».
Του γύρισα την πλάτη και έφυγα.
Εκείνος πρέπει να έμεινε για ώρα με το στόμα ανοιχτό χωρίς να μιλάει και με κοίταγε καθώς απομακρυνόμουν.
Έτσι είναι φίλοι μου, οι νταβατζήδες –είτε στο επάγγελμα είτε στο χαρακτήρα-, εύκολα σε διαπομπεύουν και σε ξεπουλάνε, αλλά όταν τους στρέψεις το όπλο στη μούρη τους, κατεβάζουν τα βρακιά και τρέμουν.

Γύρισα στην αγαπημένη μου Αθήνα ύστερα από μερικούς μήνες, δυναμωμένη επαγγελματικά, με μια βαλίτσα ρούχα και μερικούς όγκους στα σωθικά μου, χωρίς να έχω ιδέα τι με περίμενε.
Ήταν το τίμημα που πλήρωσα για να μπορέσω να επιστρέψω σε μια καλύτερη ζωή.

Άλλαξα πίστα στο παιχνίδι της ζωής μου και μου αρέσει.
Είμαι ευτυχισμένη παρόλο που δίνω σκληρή μάχη με τον καρκίνο.
Ο ευτυχισμένος άνθρωπος δεν φοβάται ποτέ το θάνατο.
Αντίθετα, ο δυστυχισμένος, πεθαίνει κάθε μέρα.

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Για την Αλεξάνδρα. For my daughter Alexandra.
















- Καλησπέρα Μπούλα.
- Έλα μανούλα!
- Έχω να σου πω κάτι..
- Ωχ..
- Κοίτα, μάλλον έχω καρκίνο.
- Τι;
- Ναι.
- ....
- Θα το αντιμετωπίσουμε!
- Ναι, θα το περάσουμε μαζί.

Και έκλεισε το τηλέφωνο.

Ήταν η μέρα που της ανακοίνωσα τηλεφωνικά ότι διαγνώστηκα με προχωρημένο καρκίνο.
Εκείνη σπούδαζε στην Ξάνθη.
Εγώ στην Αθήνα, είχα γυρίσει από Λάρισα για να δω τη μάνα μου. Να κάνουμε Χριστούγεννα όλες μαζί. Περιμέναμε την Αλεξάνδρα να έρθει πώς και πώς.
Δεν είμαι από τη Λάρισα.
Βρέθηκα στη Λάρισα κατά λάθος και έμεινα εκεί για μερικούς μήνες. Τόσο άντεξα. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία.

Η Αλεξάνδρα, η κόρη μου, αυτή έχει σημασία.
Από εκείνο το τηλεφώνημα, η ζωή της άλλαξε τελείως. Παράτησε τις σπουδές της, τις παρέες της, και ήρθε στην Αθήνα για να με αναλάβει. Κι από εκείνη την ημέρα, γνώρισε τη ζωή από μια άλλη οπτική γωνία.
Νοσοκομεία, γιατροί, εξετάσεις.
Κάθε μέρα και μια νέα εξέταση.
Κάθε λίγους μήνες και μια νέα διάγνωση. Κι άλλες εξετάσεις.
Και να μου κρατάει το χέρι σε κάθε χημειοθεραπεία, να μου δίνει κουράγιο, να με κρατάει για να μην πέσω.

Περάσαμε δύσκολα. Αλλά είχαμε και τις στιγμές μας.
Η αρρώστια μου μας έδεσε ακόμα πιο πολύ.
Η Αλεξάνδρα με πήρε στις πλάτες της αδιαμαρτύρητα και με στήριξε σαν βράχος. Με φρόντισε, με παρηγόρησε, με τακτοποίησε σε μαλακό κρεβάτι όταν το σώμα μου ήταν σαν άδειο σακί από τις χημειοθεραπείες.
Είναι μια ηρωίδα.
Η ευτυχία μου είναι να τη βλέπω να μεγαλώνει και να δυναμώνει και να εξελίσσεται. Δεν θέλω να χάσω λεπτό από τη ζωή της. Και θα είμαι για πάντα κοντά της, με οποιονδήποτε τρόπο και σε οποιαδήποτε κατάσταση, άυλη ή μη.

Σήμερα, 11 Ιούνη 2014, για τα γενέθλιά της.
Να ζήσει και να ευτυχήσει.
Να είναι γερή, δυνατή, χαμογελαστή.
Να λάμπει και να δίνει φως.
Να δημιουργεί ιδέες.
Να έχει μόνο αγάπη γύρω της.
Να είμαι η καλή της η νεράιδα.
Για πάντα.





- Good evening Bulla.
- Come on mommy!
- I have to tell you something…
- Oops…
- Look, I probably have cancer.
- What?
- Yes.
- ....
- We will face it!
- Yes, we will get through it together.

And she hung up.

It was the day I announced to her that I was diagnosed with advanced cancer.
She was studying Architecture in Xanthi.
I was in Athens, I had returned from Larissa to see my mother. To have Christmas time the three of us. Me and my mother were waiting Alexandra with great anticipation.
I'm not from Larissa.
I was in Larissa accidentally and stayed there for a few months. I couldn't live there much more. But this is irrelevant.

Alexandra, my daughter, this is important.
Since that phone call, her life changed completely. She left her studies and her friends, and came to Athens to look after me. And from that day, she saw life from another angle.
Hospitals, doctors, exams.
Every day a new test.
Every few months a new diagnosis. And other tests.
She was holding my hand in every chemotherapy, she gave me courage, she kept me not to fall.

We had difficult situations. But we had our moments too.
My Illness brought us closer.
Alexandra uncomplainingly took me on her back and supported me like a rock. She took care of me, comforted me, and put me on a soft bed when my body was like an empty sack because of chemo.
She is a heroine.
My happiness is to see her grow and strengthening and growing. I do not want to miss a minute of her life. And I will be forever near her, in any manner and in any situation, immaterial or not.

Today, June 11, 2014, for her birthday.
I wish her to live and be happy.
To be strong, healthy, and smiling.
Shining and giving light.
To generate ideas.
Only have love around her.
I wish to be her good fairy.

Forever.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

«Αγαπημένη μου ξενιστή, μην είσαι τόσο άδικη μαζί μου». «My beloved host, do not be so unfair with me».
















Είμαι ο καρκίνος σου και είσαι ο ξενιστής μου, γένους θηλυκού.
Γεννήθηκα μέσα σου ένα βράδυ που σε είχε πιάσει απελπισία επειδή ήσουν μόνη και δυστυχισμένη σε ένα ξένο μέρος, σε εκείνο το χωριό της Λάρισας, θυμάσαι;

Γενικά τα έχω βρει πολύ δύσκολα μαζί σου, αντιστέκεσαι σθεναρά στον πόλεμο που έχω ξεκινήσει για να σε κατακτήσω. Και σε συγχαίρω γι αυτό.
Σε σέβομαι. Αλλά εσύ έχεις πολύ θυμό για μένα, το διάβασα στην προηγούμενη ανάρτησή σου, στο blog σου.

Γιατί είσαι θυμωμένη;
Χάρη σε μένα άλλαξε η ζωή σου, μήπως το ξεχνάς κι αυτό;
Είσαι πιο δημιουργική από ποτέ, πιο ευτυχισμένη από ποτέ.

Άλλαξες τα πάντα, και κυρίως τον τρόπο που βλέπεις τη ζωή. Πέταξες από πάνω σου ό,τι σου ήταν άχρηστο για την καθημερινή σου ευτυχία, και κράτησες την ουσία.
Στην αρχή τρόμαξες όταν αναγκάστηκες να αφήσεις πίσω σου σπίτια, έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, άχρηστους φίλους και σαχλές γνωριμίες και να ξεκινήσεις από το μηδέν, έτσι δεν είναι;

Όμως δεν θα εκτιμούσες ποτέ το δώρο της ζωής αν δεν υπήρχα εγώ μέσα σου. Δεν θα έβλεπες την πραγματική αξία της ύπαρξής σου, αν δεν σε έφτανα πολλές φορές στο χείλος του γκρεμού, αν δεν σου έδειχνα το παγωμένο πρόσωπο του θανάτου.

Γέμισες καλοσύνη το μυαλό και την ψυχή σου, έδωσες κουράγιο σε ανθρώπους που σε χρειάζονται περισσότερο από όσο εγώ, κι έτσι γίνεσαι ακόμα πιο δυνατή. Κι αυτό το οφείλεις σε εμένα. Αναγνώρισέ το.

Μαζί προχωράμε εδώ και δύο χρόνια, με έμαθες τι σημαίνει αληθινή μάχη, σε έμαθα τι σημαίνει αληθινή αγάπη. Είμαστε συνδεδεμένοι εσύ κι εγώ, σε έναν αγώνα επιβίωσης και ανταλλαγής δυνάμεων και μαθημάτων. 

Είμαι σίγουρος ότι θα προτιμήσεις να τελειώσεις τη ζωή σου ευτυχισμένη και πρόωρα, παρά να ζήσεις μέχρι τα βαθιά σου γεράματα και δυστυχισμένη, συμφωνείς; Αυτό ξεπληρώνεις, αυτό ζήτησες και παρακαλούσες κάθε βράδυ πριν λίγα χρόνια, να βρεις την ευτυχία. Εγώ ήμουν το κλειδί λοιπόν γι αυτή την ευτυχία, στην έδωσα αλλά με αντάλλαγμα τη ζωή σου. Δίκαιη μοιρασιά, δεν νομίζεις;

Σε βοήθησα να δεις και να αναγνωρίσεις αξίες. Είσαι πιο τυχερή από κάποιους άλλους «τυφλούς» που δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους, πέρα από τα συμφεροντάκια τους, πέρα από την ανιαρή καθημερινότητά τους.

Συνέχισε να με πολεμάς, θα χαρώ να χάσω τη μάχη μου από μια αγωνίστρια σαν κι εσένα. Αλλά αναγνώρισέ με.
Σε άλλαξα και σε έκανα καλύτερο άνθρωπο.

Δικός σου,
Ο καρκίνος σου.




I am your cancer and you're my host.
Born within you an evening that you were desperate because you were lonely and miserable in a foreign place, in that village of Larissa, remembers?

Generally I have found it very difficult with you, you strongly resist the war I have begun to conquer you. And I congratulate you for that.
I respect you. But thou have much anger for me, I read it in your previous posting in your blog.

Why are you angry?
Thanks to me your life has changed, did you forget it?
You're more creative than ever, happier than ever.

You changed everything, especially the way you see life. You threw over you anything that was useless for your daily happiness, and keep the substance.
At first you were scared when you had to leave behind homes, furniture, appliances, useless friends and acquaintances corny and start from the beginning, right?

But you never would appreciate the gift of life if I wasn’t there I in you. You would never see the real value of your existence, if I hadn’t shown you many times the brink, if I hadn’t shown you the frozen face of death.

Your mind and soul are filled with goodness, you gave courage to people who need you more than me, so you become even stronger. And you owe it to me. Recognize it.

Together we move since two years ago, you taught me what the real battle is, I taught what true love means. We are connected, you and I, in a fight for survival and exchange forces and courses.

I'm sure you will prefer to finish your life prematurely and happy than to live well into your old age and miserable, do you agree? This your pay-check this is what you kindly asked every night a few years ago, to find happiness. I was the key for this happiness, but I gave in exchange for your life. Fair deal, don’t you think?

I helped you see and recognize values. You're luckier than others 'blind' who can not see beyond their noses, beyond their vapid interests, beyond their tedious daily lives.

So please, continue to fight me, I will be happy to lose my battle from a fighter like you. But recognize me.
I have changed you and I have made you a better human being.

Yours,
The cancer in you.







Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

«Κύριε Καρκίνε, δεν με φοβίζεις πια». «Mister Cancer, you don’t scare me anymore».






















Ό,τι ήταν να κάνεις, το έκανες.
Και μεταστάσεις έδωσες.
Και υγρό γέμισες την κοιλιά μου.
Και τα πόδια μου τα έκανες αδύναμα να περπατήσουν.
Και να φάω δεν μπορώ όσο θέλω και ό,τι θέλω, εξαιτίας σου.
Και φάρμακα δηλητήρια αναγκάστηκα να γεμίσω τις φλέβες μου.

Όσο πιο πολύ με πολεμάς όμως, τόσο πιο πολύ έμπνευση έχω.
Τόσο πιο πολύ αγαπώ τη ζωή.

Τον θάνατο που προσπαθείς να φυτέψεις μέσα μου, σε όλα τα κύτταρά μου, τον αντικαθιστώ με τη ζωή, με αγάπη, με φως, με δημιουργία.
Κι όσο πιο αδύναμο κάνεις το σώμα μου, τόσο πιο δυνατό γίνεται το μυαλό μου. Δυνατό και έτοιμο να σε πολεμήσει. Εκεί δεν μπορείς να πλησιάσεις καρκίνε, δεν μπορείς να αγγίξεις τη σκέψη μου, είναι καθαρή σαν κρύσταλλο.

Αυτή η σκέψη είναι που με κρατάει όρθια ακόμα.
Η σκέψη και η ελπίδα. Ότι όλα μπορούν να ξαναγεννηθούν.

Κι αν το σώμα μου υποφέρει και αργοσβήνει, ξέρω ότι η σκέψη μου δεν θα πάψει ποτέ να ζει, δεν θα πεθάνει ποτέ, γιατί αυτή η σκέψη ζει ελεύθερη μέσα  από τη ζωγραφική μου, μέσα στους ανθρώπους που αγαπώ και μ’ αγαπούν, ζει μέσα σε όσα έχω δημιουργήσει, σε όσα έχω πει, σε όσα έχω γράψει.

Και εσύ καρκίνε δεν έχεις έμπνευση.
Δεν έχεις μιλιά.
Δεν έχεις έκφραση.
Έχεις μόνο ανεξέλεγκτη αναπαραγωγή, είσαι πρωτόγονος μηχανισμός και ανάξιος να με κατακτήσεις.

Αν είσαι μάγκας λοιπόν, πάρε τη σκέψη μου.
Αν είσαι μάγκας κάνε με να πάρω το βλέμμα μου από ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα.
Αν είσαι μάγκας κλέψε το χαμόγελό μου.

Αλλά δεν μπορείς.
Έτσι θα μείνεις.
Μια γελοία ανεξέλεγκτη οντότητα που προσπαθεί να κατακτήσει την ύλη.

Και θα σβήσεις πανηγυρικά όταν θα σβήσει και το σώμα μου.
Εγώ όμως θα συνεχίσω να υπάρχω.
Κάπου, κάπως.




Whatever you could do, you did it.
And you gave me metastases.
And you filled my belly with ascite. 
And you made my feet too weak to walk.
And I can't eat as much as I want and what I want, because of you.
And I had to fill my veins with drugs and poisons.

The more you fight me though, the more inspiration I have.
The more I love life.

I replace the death you’re trying to insert within me, in all my cells, with life, with love, with light, with creation.
And as weaker is getting my body, the stronger becomes my mind. Strong and ready to fight you. You cancer, cannot approach there, you can not touch my mind, my thought is clear as crystal.

This thought is what keeps me still standing.
The thought and hope, that everything can be reborn.

And even if my body suffers and fades out, I know that my thought will never die,  because this thought lives free through my paintings, through the people I love and love me, lives in what I've created, in what I have said, in what I have written.

And you cancer, you do not have any inspiration.
You have no voice.
You have no expression.
The only thing you can do is an uncontrolled spread. You are just a primitive mechanism and unable to conquer me.

So,
grab my thinking, if you can,
take my eyes of a beautiful sunset, if you can,
steal my smile, if you can.

But you cannot.
So you stay as you are.
A ridiculous, uncontrollable entity that tries to conquer the material.

And you will disappear when my body will pass away.
But I will continue to exist.
Somewhere, somehow.


Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

«Θα φτύσω στους τάφους σας». «I spit on your graves».





















Και δεν είναι καθόλου μακάβριος τίτλος, είναι τίτλος από το βιβλίο του γάλλου συγγραφέα  Μπορίς Βιάν, ένα από τα πιο «θυμωμένα» και αντιρατσιστικά του μυθιστορήματα.

Πολλές φορές μου έρχεται στο μυαλό αυτή η έκφραση, ειδικά όταν σκέφτομαι άτομα της πολιτικής εξουσίας, ναι, ξέρετε, αυτά τα ανδρίκελα που κυκλοφορούν ελεύθερα, που έχουν υποστεί εμφύτευση ειδικού ηλεκτρονικού τσιπ στον ήδη συρικνωμένο εγκέφαλό τους προκειμένου να συνεχίσουν ανεξέλεγτα τη δράση τους, εις βάρος μας, χωρίς εμάς, για το καλό του τόπου. Ποιανού τόπου άραγε;

Θα φτύσω στους τάφους τους λοιπόν, αν και δεν ελπίζω κάτι τέτοιο γιατί εγώ θα φύγω και αυτοί θα παραμείνουν εδώ να αναπαράγονται από γενιά σε γενιά, σαν μικρόβια, να ελέγχουν τα πράγματα, να αποφασίζουν ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει, και να σας πω την αλήθεια, έχουν ήδη αποφασίσει να ξεκάνουν τους αδύναμους, με μνημόνια και μέτρα που εξαντλούν την υπομονή και τις ελάχιστες πλέον αντοχές μας.

Ζούμε σε έναν κόσμο που έχει φτιαχτεί για να επικρατήσουν οι ισχυροί, αν το δείτε μακροσκοπικά.
Με κανέναν τρόπο ο αδύναμος δεν χαίρει της ίδιας μεταχείρισης από το «σύστημα» και μην μου ζητήσετε να αναφέρω παραδείγματα από τη ζωή μου γιατί πρέπει να γράψω βιβλίο και δεν μου ταιριάζει κάτι τέτοιο. Εξάλλου έχει φορεθεί πολύ τώρα τελευταία, να γράφει ο κάθε πικραμένος τις ιστορίες της ζωής του, η κάθε θείτσα να γράφει ποιήματα και τα λοιπά και τα λοιπά.

Θα φτύσω στους τάφους σας λοιπόν, ανδρίκελα της πολιτικής εξουσίας και  παρελκόμενα που σας περιτριγυρίζουν και σας στηρίζουν,

Γιατί στερήσατε από κάθε νέο να ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον.

Γιατί με κάνατε να νιώθω υπεύθυνη που η κόρη μου παράτησε τις σπουδές της στην Ξάνθη για να έρθει στο πλάι μου να με φροντίσει, και ξέρετε πολύ καλά πόσο δύσκολες είναι οι θεραπείες του καρκίνου, αφού και εσείς κωθώνια με κρίνατε ως βαριά ανάπηρη, σε μια από τις επιτροπές σας.

Πώς λοιπόν θα συνεχίσει αυτό το παιδί τις σπουδές του, αφού πρέπει να είναι στο πλάι μου εδώ και 2,5 χρόνια;
Γιατί το ηλίθιο, άκαμπτο και μεροληπτικό σύστημά σας, δεν βάζει κάτω τα δικαιολογητικά που σας προσκόμισα, που δηλώνω την αδυναμία μου προς εργασία και την κατάσταση της υγείας μου, και αποφασίζει ότι αυτό το παιδί που ηρωικά άλλαξε τη ζωή του για να συμπαρασταθεί στον άρρωστο γονιό του, ΔΕΝ δικαιούται να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα;

Γιατί ρε ανεγκέφαλοι, μένετε στον ηλίθιο νόμο που φτιάξατε, ότι μεταγραφές παίρνουν μόνο όσα παιδιά μπήκαν στις σχολές από το 2010 και μετά, και το δικό μου το παιδί μένει μετέωρο επειδή μπήκε στο Πολυτεχνείο της Θράκης μια χρονιά πριν;
Ποιοι είσαστε εσείς που θα κρίνετε το μέλλον ενός ανθρώπου, επειδή του έτυχε μια δυσκολία στη ζωή του, ποιοι είσαστε εσείς που θα αποφασίσετε για την άνιση μεταχείριση των αδυνάτων, που θα κόψετε τα φτερά από ταλαντούχους νέους, μόνο και μόνο επειδή το άκαμπτο γραφειοκρατικό σας σύστημα δεν επιτρέπει να δείτε με ανθρωπιά ένα κοινωνικό πρόβλημα;

Οι ανάπηροι, πρέπει ή δεν πρέπει να έχουν κάποιες παροχές και να εξαιρούνται από το «δίκαιο» σύστημά σας;
Ή μήπως υπάρχει άγραφος νόμος που λέει ότι τα παιδιά των καρκινοπαθών πρέπει να σταματάνε τη ζωή τους για να εμπεδώσουν καλύτερα το πρόβλημα που τους έτυχε;

Ποιος είσαι εσύ ρε Άδωνη μικροπωλητή που θα αποφασίσεις αν ένας άπορος καρκινοπαθής έχει ανάγκη από μία, και δύο, και τρεις μαγνητικές το χρόνο;
Πώς τολμάς να κόβεις τις παροχές από τους καρκινοπαθείς, πόσο ξεφτίλας πρέπει να είσαι για να αποφασίζεις να «βάλεις χέρι» στον κλάδο της υγείας, που τόσο υποφέρει από τις μνημονιακές επιταγές που έχουν επιβάλει κλάδεμα παντού;

Δεν σου ευχηθήκανε ποτέ εσένα, «πάνω απ’ όλα υγεία!» για να μάθεις ότι η υγεία είναι το ύψιστο αγαθό του ανθρώπου και ότι όταν δεν το έχεις αυτό το αγαθό πρέπει να σε βοηθάει το κράτος -που τόσα χρόνια πληρώνεις με τις εισφορές σου, για να ανταπεξέλθεις στον αγώνα που ΔΕΝ επέλεξες ποτέ;

Απρόσωποι σαλτιμπάγκοι σε απρόσωπες κυβερνήσεις στην απρόσωπη παγκοσμιοποίηση των ισχυρών τραπεζικών συμφερόντων και μαζική εξόντωση των αδυνάτων χωρίς αναστολές, αυτό ζούμε.

Μας αξίζει;
Όχι ρε μάγκες.
Δεν μας αξίζει.






And this is not a macabre title, it is a title of the book by the French writer Boris Vian, one of his most "angry" and antiracist novels.

Many times I think of that expression, especially when I think of persons with political power, so, you know, these robots that circulate freely, which have undergone special electronic chip implanted in their brains and they continue their action against us, without us, for the good of the country. Whose place is that?

I spit on their graves although I don’t think I will, because I will go and they will remain here to pass down from generation to generation, like microbes, to control things, to decide who will live and who will die, and to tell the truth, they have already decided to dispose of the weak, with memorandums and measures exhausting the patience and our endurance.

We live in a world that has been made to prevail potent in a macroscopic view.
By no means the weak does not enjoy the same treatment from the 'system' and please don’t ask me to cite examples from my life because I have to write a book and I do not fit that.

I spit on your graves, stooges of political power and all the accessories that surround you and support you.

Because you deprive any new dreams of a better future.

Because you made me feel responsible to my daughter that she gave up her studies in Xanthi to come to my side and taking care of me, and you know very well how difficult are the treatments of cancer, since you judge me as severe disabled, in a form of your commissions.

How then will this child continue his studies, while she has to be on my side for 2.5 years?
Why your stupid, rigid and discriminatory system, do not give attention to the documents I submit, in which I declare my inability to work and the state of my health, decide that this child that heroically changed her life to support her sick parent, is not entitled to continue her studies in Athens?

Who are you to judge the future of a man because he was a hard time in his life, who are you to decide to unequal treatment of the weak, who are you to cut the wings of talented young people, just because the rigid bureaucratic registration system does not allow you  to see at a social problem ?

Disabled people should or should not have some benefits and excluded from the "law" system?
Or is there an unwritten law that says that children of cancer patients must stop their lives to better internalize the problem that happened?

Who are you eh Adonis retailer who will decide whether an indigent cancer patient is in need of one, two, and three MRI in a year time?
How dare you cut the benefits of the cancer, how can you decide to "put up" in the healthcare industry, who both suffered from memorandum Cheques requiring pruning everywhere?

Haven’t people ever wished you, "above all Health!" to help you learn that health is the greater good of man, and that when you do not have this good should be in helping by the State that you pay for so many years with your contributions, to cope with the game not selected ever?

Faceless Clowns impersonal governments in impersonal globalization of powerful banking interests and mass extermination of the weak without inhibitions, this is what we live.

We deserve that?
No dudes.
We are not deserve it.



Τρίτη 22 Απριλίου 2014

«Σ’αγαπώ και θέλω να σε στηρίξω». Ανθρωπιά. “I love you and I want to support you”. Philanthropy.






















Σήμερα μια φίλη μου, μια πολύ καλή μου φίλη, μου είπε κάτι που με συγκλόνισε:
«Σ’αγαπώ και θέλω να σε στηρίξω».

Στα δύο αυτά χρόνια που παλεύω με το θάνατο, είναι η πρώτη φορά που ακούω κάτι τέτοιο από φίλη ή φίλο.

Το φορτίο της φροντίδας μου, το ανέλαβε αδιαμαρτύρητα η κόρη μου Αλεξάνδρα, η οποία πριν 2 χρόνια και κάτι, παράτησε τις σπουδές της στην Ξάνθη, τις παρέες της, τη φοιτητική της ζωή, για να είναι στο πλάι μου στη διάρκεια όλων των δύσκολων θεραπειών στις οποίες υποβλήθηκα. Πολλές φορές σκέφτηκα ότι ζω ακόμα επειδή είμαι τόσο καλά φροντισμένη από αυτό το παιδί, που δεν μου στέρησε τίποτα, που φρόντισε τα πάντα, όλες τις λεπτομέρειες, όλες τις διαδικασίες, όλο το πάρε δώσε με τα νοσοκομεία, τις εξετάσεις, τις θεραπείες, την ψυχολογική μου υποστήριξη, που πολλές φορές με κουβάλησε στην πλάτη της, με μετέφερε, με σήκωσε από το πάτωμα, και μετά, έως τώρα, από τα πιο χαμηλά πατώματα...

Ο καρκίνος είναι δύσκολη κατάσταση. Έχει δύσκολες θεραπείες. Με τις οποίες παραμορφώνεσαι. Ξερνάς. Νιώθεις ότι μπαίνεις στην σκουλικότρυπά σου. Το μυαλό σου γίνεται πολτός. Βλέπεις και τους άλλους δίπλα σου στις μονάδες θεραπείας, λίγο χειρότερα, λίγο καλύτερα. Μα οι άλλοι είναι ο καθρέφτης σου. Βλέπεις στα μάτια τους αυτό που περνάς, αυτό που πέρασες και αυτό που θα περάσεις.
Ο πόνος είναι σύντροφος πιστός.
Και η Αλεξάνδρα σε όλα αυτά παρούσα. Δίπλα μου. Χέρι χέρι.
Ο καρκίνος δεν είναι παιχνιδάκι.

Έτσι εξηγείται και το ότι κάποιοι φίλοι μου όταν έμαθαν ότι έχω καρκίνο μου έκοψαν την καλημέρα. Δεν τους παρεξηγώ, θα είχαν κάποια άσχημη εμπειρία πάνω στο θέμα και γι αυτό φοβήθηκαν και έφυγαν.

Άλλοι πάλι βλέποντας τη δύναμή μου και την αντίστασή μου απέναντι στο βάσανο της αρρώστιας μου, με εκμεταλλεύθηκαν. «Κρεμάστηκαν» από πάνω μου θεωρώντας ότι μπορώ να κουβαλήσω τα «προβλήματά» τους και ζητούσαν συνεχώς υποστήριξη και ντάντεμα. Το έκανα. Μέχρι που κλάταρα και τους έστειλα και αυτούς στο διάολο.

Υπήρχαν κι άλλοι που αυτή τη δύναμη ήθελαν να την στραπατσάρουν. Με πλήγωσαν, με ταπείνωσαν. Αντιστάθηκα και προχώρησα. Με πόνο ψυχής.

Υπήρχαν οι κοντινοί που με «απομόνωσαν», υπήρχαν οι πολύ κοντινοί που με έδιωξαν, αλλά υπήρχαν και οι μακρινοί γνωστοί, που άνοιξαν την πόρτα τους και πρόσφεραν στέγη στο ταλαιπωρημένο μου σώμα, όταν βρέθηκα στο δρόμο, εν μέσω χημειοθεραπειών, πριν από 2 χρόνια.
Τι νομίζατε, ότι όλα είναι ρόδινα στη ζωή μου; Ότι ως καρκινοπαθής εισπράττω μόνο αγάπη; Ότι η κοινωνία μας είναι τόσο όμορφη και γλυκά δομημένη που στα δύσκολα σε αγκαλιάζει και σε περιθάλπτει; Όχι φίλοι μου. Πέρασα πολύ δύσκολα μέχρι να βρω γαλήνη και ηρεμία ως καρκινοπαθής.

Μα αυτή η φίλη μου, που είπε «σ’αγαπώ και θέλω να σε στηρίξω», νομίζω ότι διακατέχεται από απέραντη γενναιότητα και μεγαλοψυχία. Γιατί έχει το θάρρος να μου εκφράσει κάτι που απαιτεί ανθρωπιά. Ανθρωπιά ε;
Ναι, αυτό.

Ανθρωπιά είναι να ακούσεις τον πόνο του άλλου.
Να του πιάσεις το χέρι.
Να του φιλήσεις το καραφλό του κεφάλι και να μην στρέψεις το πρόσωπό σου αλλού όταν δεις το «κεφάλι της χημειοθεραπείας».
Να γεμίσεις το στόμα σου με όμορφες λέξεις και να στολίσεις τον άνθρωπο που υποφέρει.

Ανθρωπιά είναι να βοηθάς τους αδύναμους και όχι να προσπαθείς να ξεζουμίσεις τους δυνατούς.

Ανθρωπιά είναι να παρατάς το «εγώ» σου σε μια γωνία και να το ξεχνάς.

Ως κοινωνία πάσχουμε από έλλειψη ανθρωπιάς.
Ας ξεκινήσουμε από σήμερα, λέγοντας στον διπλανό μας, σε ένα γατί, σε έναν φτωχό, σε έναν άρρωστο, σε έναν παρεξηγημένο, σε έναν ανήμπορο, σε ένα γέρικο σκυλί, σε μια ντοματιά που δεν έκανε καλές ντομάτες πέρσυ,  «σ’ αγαπώ και θέλω να σε στηρίξω».
Τότε θα γεννηθεί μέσα μας αυτό το δέντρο της ανθρωπιάς, θα ανθίσει, θα βγάλει καρπούς να μας θρέφει όλη τη χρονιά, θα ταΐζει την ψυχή μας με ελπίδα και εσωτερική πληρότητα.

Σευχαριστώ Έλενα K.






Today a friend of mine, a very good friend of mine told me something that shocked me:
"I love you and I want to support you."

In the two years that I give this battle, is the first time I hear something like that from a friend.

The burden of my care, uncomplainingly took my daughter Alexandra, which two years ago and something dropped her studies in Xanthi, her friends there, her personal life, for being by my side during all the difficult treatments incurred . Many times I think that I still live because I am so well taken care of this child, she made ​​sure everything, all the details, all the processes, all the give and take with hospitals, tests, treatments, my psychological support, she often carry me on her back, drove, picked me up off the floor, and then, far from the lower floors ...

Cancer is a difficult situation. With difficult treatments. With deformable. Throw up. You feel that you enter the wormhole. Your mind becomes pulp. You see the others in  treatment units, a little worse, a little better. But others are the mirror of you. You see in their eyes what you're going through.
Pain is a loyal companion.
And Alexandra in all this. Next to me. Hand in hand.
Cancer is not a breeze.

This explains the fact that some of my friends when they learned that I have cancer stopped to say hello to me. I do not misunderstand, maybe they had a bad experience on the subject and therefore feared and fled.

Others watching my strength and my resistance against the torment of my illness, they exploited me. 'Hung' over me believing that I can carry their  'troubles' and kept asking support. I did it. Until I collapsed and sent them and them to hell.

There were others who wanted this power to the mess. They hurt me, humiliated me. I resisted and moved on. With pain.

There were nearby who "isolated" me, there were very nearby that expelled me, but there were distant known, opened the door and offered me shelter when I was on the road, in the midst of chemotherapy, 2 years ago .
What you thought? that everything is rosy in my life? That a cancer patient collects only love? That our society is so beautiful and sweet that embrace and cherish the disabled? No, my friends. I had a very difficult period until to find peace and quiet as a cancer patient.

But this friend of mine, who said "I love you and want to support you," I think she is possessed of immense bravery and magnanimity. Because she has the courage to express something that requires philanthropy. Philanthropy huh?
Yes, this.

Philanthropy is to hear another's pain.
To grab his hand.
To kiss his bald head.
Fill your mouth with beautiful words and embellish a man suffering.

Philanthropy is to help the weak and not trying to drain the powerful.

Philanthropy is to give up your “ego” in a corner and forget it.

As a society we suffer from a lack of  Philanthropy.
Let's start today, telling our neighbor, a kitten, a poor, a sick, a misunderstood, a helpless, an old dog, a tomato plant that did not good tomatoes last year, "I love you and I want to support you."
Then the tree of Philanthropy will be born in us, it will flourish, it will send fruit to nourish us throughout the year, it feeds our souls with hope and inner fulfillment.

Thank you Elena K.